nuts$54117$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

nuts$54117$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
NUTS; Nuts; NUTs; NUT; Nut (disambiguation); Nuts (film)

nuts      
n. knettergek (spreektaal)
Nuts and Bolts         
grondbeginselen, hoofdzaken
pine nut         
  • Drying of pine nuts (Siberia)
  • alt=[[Korean pine]] and [[Armand pine]] pine nut physical characteristics and noticeable differences
  • Santa Fe, NM, US]], 1921
  • Shelled nuts and vials of [[cedar oil]]. [[Buryatia]], [[Russia]]
  • cone]] with nuts – note two nuts under each cone scale
EDIBLE SEEDS OF CERTAIN SPECIES OF PINES
Pinenut; Pignolia; Pignoli; Pine nuts; Piñon nut; Pine kernel; Pine kernels; Indian nut; Pignolias; Pinon nut; Pine Nut; Pinoli nut; Pinoli nuts; Pignoli nut; Pignoli nuts; Pignolia nut; Pignolia nuts; Pignolis; Pinoli; Chilghozas; Pine mouth; Pinenuts; Pine nut mouth; Pine nut syndrome; Pine seed; Pinyon nuts; Pinyon nut
pijnappel, denneappel

Ορισμός

nutlet
¦ noun Botany a small nut, especially an achene.

Βικιπαίδεια

Nut

Nut often refers to:

  • Nut (fruit), fruit composed of a hard shell and a seed, or a collective noun for dry and edible fruits or seeds
  • Nut (hardware), fastener used with a bolt

Nut or Nuts may also refer to: